φαρμακωδης

φαρμακωδης
    φαρμακώδης
    φαρμᾰκ-ώδης
    2
    1) целительный, целебный
    

(ἀλοιφή Arst.)

    2) словно отравленный, т.е. нездоровый, негодный для питья
    

(ὕδωρ Plut.)

    3) похожий на лекарство, т.е. неприятный на вкус
    

(ὥσπερ ἀλόη Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φαρμακωδης" в других словарях:

  • φαρμακώδης — of the nature of a masc/fem acc pl (attic epic doric) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακώδης — ες / φαρμακώδης, ῶδες, ΝΑ [φάρμακο(ν)] 1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός 2. δηλητηριώδης αρχ. 1. δηλητηριασμένος 2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα 3. βαφικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση,… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακωδέστερον — φαρμακώδης of the nature of a adverbial comp φαρμακώδης of the nature of a masc acc comp sg φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακώδει — φαρμακώδης of the nature of a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem/neut dat sg φαρμακώδεϊ , φαρμακώδης of the nature of a dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακώδη — φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακωδέστατα — φαρμακώδης of the nature of a adverbial superl φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακωδέστατον — φαρμακώδης of the nature of a masc acc superl sg φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακῶδες — φαρμακώδης of the nature of a masc/fem voc sg φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακώδεα — φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακώδεις — φαρμακώδης of the nature of a masc/fem acc pl φαρμακώδης of the nature of a masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακωδεστάτη — φαρμακώδης of the nature of a fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»