φαρμακώδης — of the nature of a masc/fem acc pl (attic epic doric) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακώδης — ες / φαρμακώδης, ῶδες, ΝΑ [φάρμακο(ν)] 1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός 2. δηλητηριώδης αρχ. 1. δηλητηριασμένος 2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα 3. βαφικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση,… … Dictionary of Greek
φαρμακωδέστερον — φαρμακώδης of the nature of a adverbial comp φαρμακώδης of the nature of a masc acc comp sg φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακώδει — φαρμακώδης of the nature of a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem/neut dat sg φαρμακώδεϊ , φαρμακώδης of the nature of a dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακώδη — φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακωδέστατα — φαρμακώδης of the nature of a adverbial superl φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακωδέστατον — φαρμακώδης of the nature of a masc acc superl sg φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακῶδες — φαρμακώδης of the nature of a masc/fem voc sg φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακώδεα — φαρμακώδης of the nature of a neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φαρμακώδης of the nature of a masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακώδεις — φαρμακώδης of the nature of a masc/fem acc pl φαρμακώδης of the nature of a masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακωδεστάτη — φαρμακώδης of the nature of a fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)